Municipality of FERES - Greece

 

ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΟΣΜΟΣΩΤΕΙΡΑ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Σχετικές συνδέσεις :  Το Μοναστήρι  Αρχιτεκτονική  Τουρισμός  Ιστορική περιήγηση  Παγκ. Ιδρυμα Θρακών  Πολυμέσα

 
 


Η ιστορία της Μονής της Παναγίας Κοσμοσώτειρας της Βυζαντινής κωμοπόλεως Βήρας, οπότε και της σημερινής πόλεως των Φερών, αρχίζει όταν το έκτο παιδί και τριτότοκος γιος του Αλεξίου Α' Κομνηνού και της Ειρήνης Δούκαινας, πορφυρογέννητος Ισαάκιος Κομνηνός, σε ηλικία 59 ετών, ήρθε "περί τα χείλη του ποταμού, Έβρου και σε τόπο έρημο "ανθρώπων και οικημάτων καθίδρυσε "το της Κοσμοσώτηρας της Θεομήτορος Φροντιστήριον, ανδρών μοναζόντων".

Ήταν το έτος 6660 από κτίσεως κόσμου κατά την 15η Ινδικτιώνα , δηλαδή από 1η Σεπτεμβρίου 1151 μέχρι 31 Αυγούστου 1152 μ.Χ. Ο πορφυρογέννητος Ισαάκιος Κομνηνός γεννήθηκε το 1093 μ.Χ. από τον πατέρα του Αλέξιο έλαβε το τίτλο του "καίσαρα". Ο Ισαάκιος υπήρξε χωρίς αμφιβολία μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πολύπλευρες προσωπικότητες της οικογένειας των Κομνηνών. Επιδέξιος στρατηγός αλλά και άνθρωπος των γραμμάτων και της τέχνης ασχολήθηκε εντατικά με την ποίηση, την θεολογία, την φιλοσοφία, αλλά και με μακρόπνοα εκκλησιαστικά και κοινωφελή έργα. Έτσι ο Θεόδωρος Πρόδρομος τον αποκαλεί ανάμεσα σε άλλα , ικανό "….και στρατηγείν άμα και επιστατείν ποιήμασι και φιλοσοφείν". Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1118, σε διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στην πρωτότοκη , γνωστή ιστοριογράφο , Άννα και τον πρωτότοκο Ιωάννη, ο Ισαάκιος τάχθηκε με το μέρος του αδερφού του. Γι αυτό ο Ιωάννης μετά την απαγόρευσή του, το προήγαγε σε "σεβαστοκράτορα". Η συνεργασία και η αγάπη των δύο αδερφών δεν κράτησε πολύ. Το 1123 και πριν ακόμη από το θάνατο της μητέρας του Ειρήνης, ο Ισαάκιος, σε ηλικία 30 ετών , άνδρας ψηλός , μεγαλοπρεπής και τολμηρός καθώς ήταν "ερωτευμένος με την Βασιλεία και τον έτρωγε η επιθυμία να περιβληθεί το στέμμα".

Οργάνωσε συνομωσία ενάντια στον αδερφό του ο οποίος έλλειπε σε εκστρατεία κατά των Τούρκων και απέβλεπε την κατάληψη του θρόνου. Η συνομωσία αποκαλύφθηκε, ο Ιωάννης II αναβάλλοντας τις επιχειρήσεις επέστρεψε , ενώ ο Ισαάκιος για να μην συλληφθεί, διέφυγε. Τα επόμενα 15 χρόνια τα πέρασε πλάνητας στην Ανατολή, ανάμεσα στον εμίρη της Καππαδοκίας, στο Δούκα της Τραπεζούντας, στο Σουλτάνο του Ικονίου, στο πρίγκιπα τις αρμένικης Κιλικίας , και στο λατίνο βασιλεία της Ιερουσαλήμ, προσπαθώντας με την βοήθεια όλων αυτών να ανατρέψει τον αδελφό του Ιωάννη και να περιβληθεί ο ήλιος την πορφύρα. Μόνο μετά τις σημαντικές νίκες του Ιωάννη II στην Μικρά Ασία το 1138, απογοητευμένος από τις άκαρπες προσπάθειες του, ζήτησε την συμφιλίωση με τον Ιωάννη και ο ανεξίκακος αδερφός του με μεγάλη ευχαρίστηση και ανοιχτόκαρδα τον δέχτηκε στην Κων/πολη μαζί με τον γιο του. Τον επόμενο κιόλας χρόνο μπλέχτηκε πάλι σε μηχανορραφίες για την κατάρριψη του θρόνου, με αποτέλεσμα να εξοριστεί το 1140 στην Ηράκλεια του Πόντου. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του αδερφού του αυτοκράτορα Ιωάννη II το 1143, το θρόνο κατέλαβε ο ανιψιός του Μανουήλ I αφήνοντας για μία ακόμη φορά τις φιλοδοξίες και το όνειρα του Ισαάκιου ανεκπλήρωτα. Ο Μανουήλ συγχώρεσε το θείο του τον απάλλαξε από την εξορία και τον κράτησε κοντά του με τον ίδιο τίτλο, του σεβαστοκράτορα και μάλιστα το πήρε μαζί του στην πρώτη του εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων. Κατά την διάρκεια της εκστρατείας η στάση του Ισαάκιου στον νέο αυτοκράτορα και ανιψιό του δεν ήταν ολότελα φωτισμένη. Όταν από λάθος διαδόθηκε ότι ο Μανουήλ σκοτώθηκε, ο Ισαάκιος έσπευσε να αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτωρ. Μόνο μετά το 1150, ίσως μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων κάποιας αρρώστιας του, σε ηλικία 50 ετών κόπασε αυτή η φιλαρχία του.

Το 1152 κατά το παράδειγμα των γονέων του και του αδερφού του, ο Ισαάκιος αποφασίζει να ιδρύσει ένα πρότυπο μοναστήρι. Η υγεία του είναι πια κλονισμένη, αναλογίζεται τον θάνατο που πλησιάζει, αναπολεί την ζωή του και την πολιτική του δράση συνυφασμένη με συνεχείς συνομωσίες και παράνομες πράξεις και αποφασίζει να ανάπτυξη τις πνευματικές του δραστηριότητες και να μεριμνήσει για την σωτηρία της ψυχής του.

ΑΡΧΗ ΣΕΛΙΔΑΣ

Με εμπειρία κτήτορος λοιπόν, έρχεται κοντά στις εκβολές του Έβρου τον οποίο ονομάζει Μαρίτζα, και στον τόπο αυτό που ήταν γεμάτος φύκια και σκορπιούς και που λεγόταν Βήρας, δηλαδή βαλτόνερα, οικοδομεί με βαθιά ευλάβεια ένα ολόκληρο οχυρωμένο μοναστηριακό συγκρότημα, το οποίο παίρνει από την περιοχή το όνομά του: "Μονή της Βήρας, Παναγία η Κοσμοσώτηρα".

Πέρα από την καθαρά εκκλησιαστική σημασία της πράξεως αυτής, η ίδρυση της Κοσμοσώτηρας στο συγκεκριμένο τόπο είχε συγχρόνως και πολιτικοοικονομικό και στρατιωτικό χαρακτήρα. Η θέση της Βήρας δίπλα στην εγνατία οδό και κοντά στην κορυφή του δέλτα του Έβρου διαλέχτηκε ακριβώς για τους λόγους αυτού . Στην απέναντι κωμόπολη Κύψελα κατέληγε η εγνατία που ξεκινούσε από το Δυρράχιο της ηπείρου και ένωνε την ανατολή με την δύση. Στο δέλτα κατέληξε η οδός που έφερνε τα εμπορεύματα από την Κων/πολη μέχρι την Ανδριανούπολη και από εκεί μέσο της Κοίτης του ποταμού κατέληγαν στο Αιγαίο . Έτσι στα βόρεια και δυτικά υψώματα που δεσπόζουν αυτής της περιοχής και της εύφορης νότιας πεδιάδας, έρχεται ο Ισαάκιος και χτίζει μια οχυρωμένη μόνη.

Γύρω από την μονή σχεδιάζει αμέσως και ένα οικισμό , όπου συγκεντρώνονται οι κάτοικοι των γύρω χωριών. Ο σεβαστοκράτορας δαπάνησε για τα κύρια χτίσματά τις μονής σχεδόν ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία του. Ο ίδιος προσωπικά, αν και βαριά άρρωστος , ακουμπισμένος στο ραβδί του, πήγαινε και παρακολουθούσε τις εργασίες της οικοδόμησης με κάθε λεπτομέρεια. Το μοναστηριακό συγκρότημα ήταν το φιλόδοξο εγχείρημα ενός ηγεμόνα, μέλους της αυτοκρατορικής οικογένειας και προδίδει άπλετα την πληθωρική προσωπικότητα του επιδέξιου στρατηγού, ποιητού, φιλόσοφου, θεολόγου και μαθηματικού κτήτορά του. Περιλαμβάνει το κεντρικό καθολικό αφιερωμένο στη Κοσμοσώτηρα θεομήτορα με περιμετρικές πτέρυγες κελιών, περίπου 40 για τους μοναχούς.

Οι κεντρικές αυτές εγκαταστάσεις περικλείονται με ένα τοίχος που στην νοτιοδυτική γωνία του έχει πύργο για τα σήμαντρα . Σήμερα διατηρείται καλύτερα αυτός ο πύργος, ύψους 8 μέτρων τετράγωνος εξωτερικά και κυκλικός εσωτερικά . Στην εσωτερική αυλή υπήρχαν και άλλα κτίρια ακόμα η τράπεζα των μοναχών, το σκευοφυλάκιο, το βεστιάριο και το συγκρότημα των λουτρών. Τρείς πύλες οδηγούσαν στην δεύτερη, την εσωτερική αυλή που ήταν και εκείνη εντοιχισμένη με περίφραξη. Η κύρια πύλη βρισκόταν βόρεια, μία ήταν στα ανατολικά και μία στα δυτικά. Από την ανατολική πύλη μπορούσαν να μπαίνουν στην μονή και οι γυναίκες, μα μόνο στον εξωτερικό αυλόγυρο και μόνο τρεις φορές τον χρόνο. Εκεί στον εξωτερικό περίβολο υπήρχαν, σε θέση που παραμένει ασαφείς σε μας, δεύτερος ναός αφιερωμένος στον Άγιο Προκόπιο, βιβλιοθήκη, σκευοφυλάκιο, βεστιάριο, ξενώνας, λουτρά, δεσποτικό διαμέρισμα, και κάποια ακόμη διαμερίσματα για φιλοξενία επισήμων. Όμως το κυριότερο κτίσμα του εξωτερικού περιβόλου ήταν το γηροκομείο ή νοσοκομείο. Ακόμη, υπήρχαν εδώ οι στάβλοι, τα εργαστήρια και οι μεγάλες αποθήκες, Πιο πέρα από τον εξωτερικό περίβολο βρισκόταν, με δική του περίφραξη και παρεκκλήσιο, το νεκροταφείο των μοναχών.

Βορειοδυτικά της μονής και σε άμεση σχέση μ' αυτήν ήταν το υδραγωγείο, έργο το οποίο έγινε "με πολύ ιδρώτα". Η κατασκευή του υδραγωγείου εξασφάλιζε νερό για τη στέρνα η οποία τροφοδοτούσε την κρήνη της μονής αλλά και εκείνη του οικισμού. Σήμερα, κάθετα επάνω στον χείμαρρο με το βυζαντινό όνομα Σαμία, διατηρούνται δυο ακέραιες καμάρες και μία μισή, απομεινάρια του μεγάλου εκείνου έργου. Το πλάτος του υδραγωγείου είναι 1,30 μ., τα δε τόξα του είναι χτισμένα με ζωηρούς κόκκινους πλίνθους, έχουν άνοιγμα 7 μ. και ύψος 5 μ. και παρουσιάζουν στην κορυφή τους ελαφριά θλάση όπως τα αραβικά. Η μεταξύ των τόξων τοιχοποιία είναι με επιμέλεια κατασκευασμένη από κανονικούς πωρόλιθους με πλίνθους να παρεμβάλλονται στους οριζόντιους αρμούς.

Ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός, όπως έκαναν η μητέρα του Ειρήνη Δούκαινα και ο αδελφός του Ιωάννης, συντάσσει κι αυτός Τυπικό της μονής που έκτισε στη Βήρα, κανονίζοντας με κάθε δυνατή λεπτομέρεια όλη την εσωτερική ζωή και δραστηριότητα των μοναχών της.

Το κείμενο του Τυπικού, το οποίο σε γενικές γραμμές ακολουθεί το Τυπικό της μονής της Ευεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη, μας αποκαλύπτει μια ποιητική διάσταση της προσωπικότητος του Ισαακίου και συγχρόνως φιλοσοφική. Πίσω από τον πολιτικό, διπλωμάτη και στρατηγό, κρύβεται ένας καλλιτέχνης που η αισθητική του έκφραση αναζητά διαρκώς την αρμονία σε πρόσωπα και πράγματα, χωρίς να λησμονεί την πραγματικότητα της ζωής. "Ικανός και στρατηγείν άμα και επιστατείν ποιήμασι και φιλοσοφείν". Ο Ισαάκιος στο Τυπικό του ανακήρυσσε την μονή "ολότελα ελεύθερη, αυτοδέσποτη, ιδιοδέσποτη", χωρίς να υπάγεται σε καμία εξουσία, είτε βασιλική είτε πατριαρχική, αλλά και χωρίς να ορίζει κανένα Έφορό της απ' τη γενιά του και τους κληρονόμους του. Το μοναστήρι έγινε κοινόβιο και έπρεπε οι μοναχοί να τρώνε σε τράπεζα όλοι μαζί το ίδιο φαγητό, να πίνουν το ίδιο κρασί, να φορούν τα ίδια ρούχα και παπούτσια, χωρίς εξαίρεση ούτε για τον ηγούμενο, μόνο για τους αρρώστους μοναχούς μπορούσε να κανονιστεί μια ιδιαίτερη δίαιτα.

Ο αριθμός των μοναχών οριζόταν σε πενήντα για την υμνωδία και εικοσιτέσσερις ακόμα, για τα διάφορα διακονήματα της μονής, συνολικά σε 74. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο ο αριθμός των μοναχών, σημειώνει, όσο η θεάρεστη πολιτεία των ολίγων. Αυστηρός και έμπειρος ο σεβαστοκράτορας, όριζε πως οι μοναχοί δεν έπρεπε να είναι ευνούχοι, αλλά άνδρες όχι κάτω των 30 χρόνων. Μια εξαίρεση μπορούσε να γίνει για τους συγγενείς των ήδη μοναχών, που επέτρεπε να είναι κάτω των 30 αλλά άνω των 26 χρόνων. Νέοι κάτω των 24 ετών δεν έπρεπε να αναστρέφονται στο μοναστήρι έστω κι αν ήταν συγγενείς του ηγούμενου ή των μοναχών. Σε κάθε κελί θα έμεναν δύο μοναχοί, για ορισμένους όμως μπορούσε να διατάξει ο ηγούμενος να μείνουν ένας - ένας. Ενώ ο Ισαάκιος όριζε να γίνεται κάθε μέρα άφθονη διανομή αγαθών στον πυλώνα της μονής, απαγόρευσε να γίνεται αυτό και στις γυναίκες. "Όχι, γράφει, γιατί μισούμε το γυναικείο φύλο, κάθε άλλο, αλλά γιατί θέλουμε να απομακρύνουμε τη διαφαινόμενη βλάβη των μοναχών απ' την προσέλευση των γυναικών". Διανομή αγαθών και στις γυναίκες επιτρεπόταν μόνο κατά την πανήγυρη του μοναστηριού στην επέτειο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και κατά την επέτειο του μνημόσυνου του, καθώς όριζε ο Ισαάκιος. Επίσης απαγόρευσε να μπαίνουν στο μοναστήρι γυναίκες εκτός από τις ημέρες των γιορτών της Κοιμήσεως, του Ευαγγελισμού και της Γεννήσεως της Θεοτόκου, οπότε μπορούσαν να πάνε να προσκυνήσουν στο ναό.

Ο ηγούμενος της μονής έπρεπε να εκλέγεται από όλη την αδελφότητα, να χειροτονείται από τον μητροπολίτη Τραϊανουπόλεως και να παύεται απ' αυτόν όταν υπήρχαν καταγγελίες των μοναχών για συγκεκριμένα λάθη του. Θα ήταν συγχρόνως και ο πνευματικός της μονής αλλά θα όριζε επίσης κι άλλους μοναχούς "επιτηδείους στο να δέχονται λογισμούς". Γενικά ο ηγούμενος ήταν πανίσχυρος μέσα στο μοναστήρι καθώς μάλιστα δεν υπήρχε και Έφορος της μονής. Είχε δικαίωμα να έχει πλοιάρια στη Μαρίτζ, ικανά για αλιεία αλλά και χρήσιμα για να μεταφέρονται οι μοναχοί στην Αίνο.

Για το νοσοκομείο στον περίβολο της μονής, δυναμικότητας 36 κλινών, όριζε στο Τυπικό του ο Ισαάκιος να υπάρχει ένας γιατρός που μένει μέσα στη μονή και ένας κληρικός που να λειτουργεί στο ιδιαίτερο ναϊδιο του χώρου για τους ασθενείς. Συγκινητική είναι η προτροπή του ιδρυτή, να προσέχουν οι αρμόδιοι ώστε να μη μένει "ούτε μια ώρα άδειο ένα κρεβάτι που κάποιος δυστυχισμένος με αγωνία ζητούσε να καταλάβει".

ΑΡΧΗ ΣΕΛΙΔΑΣ

Ο σεβαστοκράτορας προικοδότησε το μοναστήρι της Βήρας με τα απέραντα κτήματα από γονική κληροδοσία που είχε στην Αίνο και όρισε και κείνα, από όσα είχε παραχωρήσει στους αυλικούς του, να περιέρχονται μετά το θάνατό τους στην αγαπημένη του Κοσμοσώτηρα. Επίσης παραχώρησε στο μοναστήρι ως μετόχι, το ναό του Αγ. Στεφάνου του Αυρηλιανού με τα κτίσματά του, που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του σεβαστοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Τρεις μοναχοί της Κοσμοσώτηρας έπρεπε να μένουν στον Αγ. Στέφανο για τη θρησκευτική υπηρεσία του ναού αλλά και για να φιλοξενούν τους αδελφούς τους της Βήρας, όταν θα έρχονται για υποθέσεις της μονής στην Βασιλεύουσα. Ακόμη, με ιδιαίτερο χρυσόβουλο κληροδοτεί στη μονή της Βήρας και ιδιόκτητα πλοία, που μπορούσαν να προσορμίζονται στο λιμάνι της μονής Βήρας, ίσως σε κάποιο από τα ανοίγματα του Έβρου με το δέλτα προς το θρακικό πέλαγος.

Ως κτήτορας, έχει την απαίτηση και ζητάει από τους μοναχούς να τον μνημονεύουν κάθε μέρα στις προσευχές τους για να συγχωρέσει ο Θεός τις πολλές αμαρτίες του. "Ω Θεού μήτερ και δέσποινα, ρύσαις τον προσελθόνταν σοι δούλον σου και κτήτορα Ισαάκιον τη προς τον σον υιόν μεσιτεία σου της μελλούσης κολάσεως, εγκολπωσαμένη τούτον ταις αχράντοις ωλέναις σου". Όπως και με αυστηρότητα αξίωνε από τους μοναχούς και τους κατά καιρόν ηγουμένους να μη τολμήσουν ποτέ να απεικονίσουν την μορφή του, είτε μέσα στο μοναστήρι είτε έξω, προσθέτοντας πως θα τον έχουν αντίδικο στη μέλλουσα κρίση, αν κάνουν κάτι τέτοιο.

"… Νομίζω, λοιπόν, ότι οι χάρες του μοναστηριού, αλλά και όλης της περιοχής, θα προσελκύσουν εδώ πολλούς ανθρώπους, γιατί αν και ο τόπος προηγουμένως ήτο καταφύγιο φιδιών και σκορπιών, ο ποταμός, η Αίνος, η θάλασσα και οι ακτές της, το αειθαλές γρασίδι που χρησιμεύει για τροφή στα κτήνη και στα άλογα, η πάνω σε λόφο επιβλητική θέση της, ακόμη το εύκρατο του κλίματος και ο υγιεινός αέρας με τις ασθενείς αύρες, τα θαλερά καλάμια στις όχθες του ποταμού με το μουσικό σύριγμά τους, η ανοιχτή πεδιάδα και η καταπληκτική θέα της, την εποχή του θέρους εννοώ, με τα στάχυα και τους καρπούς τους, θα τέρπουν όσους τα βλέπουν. Εξάλλου πάρα πολύ κοντά στο μοναστήρι υπάρχουν συστάδες από κλαδιά που πάνω τους περιπλέκονται βότρεις, ενώ αναβλύζει νερό διαυτέτατο και πάρα πολύ δροσερό που ευφραίνει τον φάρυγγα των διψασμένων.

Όλα αυτά τα παρόμοια, που ευφραίνουν την πεντάδα των αισθήσεων, θα τους προσελκύουν όλους για να δουν το μοναστήρι και να το θαυμάσουν. Σε αυτές λοιπόν, τις φυσικές ομορφιές εγώ ο άθλιος οδηγήθηκα από Τον Θεό να οικοδομήσω το μοναστήρι με μόχθους μακροχρόνιους και ιδρώτα… ελπίζοντας για την εξάλειψη των εγκλημάτων μου με την δική σου, Κοσμοσώτηρα, μεσιτεία. Αμήν, Αμήν, Αμήν, γένοιτο, γένοιτο…".

<< Βήρα πεντεκαιδεκάτη ινδικτιώνα του εξακισχιλιοστού εξακοσιοστού εξηκοστού έτους.
Σεβαστοκράτωρ κυρ-Ισαάκιος Αλεξίου Κομνηνός ο πορφυρογέννητος >>

Είναι αλήθεια, ότι κατά το τέλος της ζωής του ο φιλόδοξος αυτοκρατορικός πρίγκιπας διαπνεόταν από ένα φόβο προς τον Θεό, από μια βαθιά ευλάβεια προς την Κοσμοσώτηρα Θεομήτορα και από ανησυχίες για τη σωτηρία της ψυχής του. Πέθανε λίγο μετά το 1152, αφού ολοκλήρωσε και συγγραφή του Τυπικού της μονής της Βήρας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε προετοιμάσει, στο νάρθηκα του ναού της μονής Χώρας, ένα πολυτελή τύμβο για να δεχτεί το σκήνωμά του, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη και προτίμησε να ταφεί στην Κοσμοσώτηρα, στη Βήρα, μακριά από τη Βασιλεύουσα, όπως η περιπετειώδης ζωή του τον κράτησε μακριά της όσο ζούσε. Γι' αυτό μετέφερε τον τύμβο στη μονή της Κοσμοσώτηρας στη Βήρα, όπου και πραγματικά τάφηκε στο αριστερό μέρος του νάρθηκά της.

Πάνω από τον τάφο του τοποθετήθηκε η εξής επιγραφή, πιθανώς συνταχθείσα από τον ίδιο, που φυλάσσεται σήμερα στο Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρουπόλεως:

"Αίσθησιν εμπικραίνων ή και καρδιαν αλλ' ω βραβευτά των καλών των ενθάδε και πάλιν αυτά λαμβάνων επάν θέλης ως στάχυν, ως μάργαρων , ως γλυκύ μέλι ταις αποθήκαις τούτον θησαυρίσαις ως ευθαλές τι δένδρον εις τρύφης πεδον καφυτεύσαις σον λάτριν τον δεσπότην"

Δηλαδή, "Εσύ που πικραίνεις κάθε αίσθηση αλλά και την καρδιά, που βραβεύεις τις καλές πράξεις αυτού του κόσμου, και τις υπολογίζεις όπως θέλεις, σαν στάχυ, σαν μαργαριτάρι, σαν γλυκό μέλι, αποθησαύρισε στη βασιλεία σου, σαν ανθισμένο δένδρο σε ευφροσύνη κοιλάδα και φύτευσε εκεί αυτόν τον άρχοντα που σε λατρεύει."

Σήμερα ο νάρθηκας του καθολικού με τον τάφο δεν υπάρχουν παρά μόνο η ως άνω πλάκα. Όμως "… η ύπαρξη στο νοτιοανατολικό εξωτερικό τείχος του ναού, ενός κεραμικού αναγλύφου που παριστά τον μονοκέφαλο αετό σύμβολο της αυτοκρατορίας και των αυτοκρατόρων μέχρι το 1261, μαρτυρεί ότι στη μονή της Κοσμοσώτηρας ενταφιάστηκε πράγματι μέλος της βασιλικής οικογένειας και αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι έχουμε εδώ μαυσωλείο της οικογένειας των Κομνηνών".

Τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού, ο γιος του Ανδρόνικος Κομνηνός έγινε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως το 1183 ήρθε στη Θράκη, "τα Κύψελα καταλαμβάνει και τοις εκείσε κυνηγεσίαις ενευφρανθείς, κατά την πατρώαν αφικνείται μονήν την εν Βήρα διακειμένην και τω του φυσάντος εφίσταται μνήματι".

 

 
  ΑΡΧΗ ΣΕΛΙΔΑΣ  ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ